- φαρμακεμπόριο
- τοτο εμπόριο φαρμάκων και των πρώτων υλών με τις οποίες κατασκευάζονται τα φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακεμπόριο — το, Ν [φαρμακέμπορος] φαρμακεμπορία … Dictionary of Greek
φαρμακεμπορία — η το φαρμακεμπόριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)